κεραυνός, ο, ουσ. [<αρχ. κεραυνός], ο κεραυνός. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ξαφνικό και πολύ ισχυρό σουτ από κάποια απόσταση προς την αντίπαλη εστία, με αποτέλεσμα να μην έχει τα περιθώρια ο αντίπαλος τερματοφύλακας να αντιδράσει : «ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε να πιάσει τον κεραυνό που του εξαπέλυσε ο παίχτης μας». 2. στον πλ. οι κεραυνοί, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες, οι δυσκολίες, οι αντιξοότητες της ζωής: «αν δεχόταν άλλος τόσους κεραυνούς στη ζωή του όσους και ο τάδε, σίγουρα δε θα ζούσε». Συνών. αστροπελέκι (3β) / μπόρα (4). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- έπεσε σαν κεραυνός, η είδηση που κυκλοφόρησε προκάλεσε πολύ οδυνηρή έκπληξη: «η είδηση πως και ο υπουργός είχε συμμετοχή στη μίζα έπεσε σαν κεραυνός». Από την εικόνα του ατόμου που εντυπωσιάζεται πολύ από την πτώση του κεραυνού·
- έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, η είδηση που κυκλοφόρησε προκάλεσε πάρα πολύ οδυνηρή έκπληξη, γιατί ήταν κάτι που κανείς δεν το περίμενε: «η είδηση πως και ο πρωθυπουργός της χώρας είχε συμμετοχή στη μίζα, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία». Από την εικόνα του ατόμου που εντυπωσιάζεται, που τρομάζει πάρα πολύ, όταν βλέπει να πέφτει κεραυνός, τη στιγμή που είναι ξάστερος ο ουρανός, γιατί είναι κάτι που δεν το περιμένει·
- ήταν κεραυνός εν αιθρία, βλ. φρ. έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία·
- θα πέσει κεραυνός να μας κάψει! βλ. φρ. θα πέσει φωτιά να μας κάψει! λ. φωτιά·
- θα πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. φρ. θα πέσει φωτιά να σε κάψει! λ. φωτιά·
- με χτύπησε κεραυνός, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη από κάτι που είδα ή άκουσα: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, με χτύπησε κεραυνός || όταν μου είπε πως θα τον κλείσει στη φυλακή για τα τριακόσια ευρώ που του χρωστάει και δεν έχει να του τα επιστρέψει, με χτύπησε κεραυνός»·
- με χτυπούν κεραυνοί, αντιμετωπίζω αντίξοες, δύσκολες καταστάσεις: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκα με χτυπούν κεραυνοί, αλλά δε θα γονατίσω». Στον τύπο με χτυπούν κάτι κεραυνοί επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι κεραυνοί! Συνών. με χτυπούν αστροπελέκια / με χτυπούν μπόρες·
- μου ’ρθε κεραυνός στο κεφάλι, βλ. συνηθέστ. μου ’ρθε κεραμίδα στο κεφάλι, βλ. λ. κεραμίδα·
- να με πέσει κεραυνός να με κάψει! βλ. συνηθέστ. να πέσει φωτιά να με κάψει! λ. φωτιά·
- να σε πέσει κεραυνός να σε κάψει! βλ. συνηθέστ. να πέσει φωτιά να σε κάψει! λ. φωτιά·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. λ. μάτι.